Από το 1937 ο παππούς Κυριάκος Ροδουσάκης παρήγαγε βαρελίσιο κρασί (Μαρουβά) από Ρωμέικο σταφύλι, ποικιλία που ευδοκιμεί κυρίως στον τόπο μας την Κίσαμο Χανίων,το οποίο καταναλωνόταν σε Αργαντινές συντροφιές, αποσπερίδες και χαροκοπιές κυρίως στο Καφενείο του που διατηρούσε στην Κίσαμο. Το υπόλοιπο το πουλούσε.
Ήταν άνθρωπος της παρέας και της καλοπέρασης και ήξερε καλά ότι ο καλύτερος σύντροφος της παρέας είναι το παλιό καλό κρασί σε συνδυασμό με την εκλεκτή Κρητική κουζίνα.
Ο γιός του, Μανόλης Ροδουσάκης αν και άνθρωπος συντηρητικός συνέχισε την παράδοση.
Η διαδικασία της παραγωγής του κρασιού, αποτέλεσε μια παράδοση και έγινε αντικείμενο έλξης και για τα νεότερα μέλη της οικογένειας - από την καλλιέργεια των αμπελιών έως το πάτημα και το γέμισμα των βαρελιών.
Από το 2000 και μετά, ο κύριος Γιάννης Ροδουσάκης, εγγονός του παππού Κυριάκου, ορμόμενος από την οικογενειακή παράδοση αλλά και την αγάπη του για το αμπέλι και το κρασί, δουλεύοντας με άλλες ποικιλίες, άλλες γεύσεις και προχώρησε σε εμφιάλωση-τυποποίηση και στη συνέχεια σε διάθεση του.
Όπως λέει και ο κύριος Γιάννης, «ένα πράγμα με ευχαριστεί, τα κρασιά μας αρέσουν και το αποδεικνύουν οι πωλήσεις τους και η αποδοχή τους από τον κόσμο». Και συμπληρώνει «άλλωστε θεωρώ ότι το κρασί είναι χόμπι, μεράκι, τρόπος ζωής για μας και κουλτούρα του κάθε Κρητικού Παραγωγού. Στον τρύγο διασκεδάζουμε, στο πάτημα γλεντάμε, στα καζανέματα της τσικουδιάς ανταμώνουμε δικοί, φίλοι, γνωστοί, άγνωστοι, όποιος και να ναι, καλώς να ορίσει - «Πάνω στην κεφαλή μας» λέμε στη Κρήτη να φάμε να πιούμε και να γλεντήσουμε, καλό να γίνεται και να μην πουλιέται» για να το πίνουμε εμείς να διασκεδάζουμε και ν’ αδελφόνουμε όπως έκαναν οι παλιοί μας».